Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Ποιήματα του Θεοφάνη Λ.Παναγιωτόπουλου [Πρόσκληση προς νέους ποιητές από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές]

Ποιήματα του Θεοφάνη Λ.Παναγιωτόπουλου
[Πρόσκληση προς νέους ποιητές από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές]



Το ημερολόγιο της Σβεντράχ

Το βιβλίο μου, δεν θα το διαβάσει
κανένας, η πρόοδος μου θα μείνει κρυφή
το μαύρο κοράκι το προστατεύει
από τους περίεργους περαστικούς
τα ξόρκια και το ραβδί, τα κουβαλώ μαζί μου
αργά την νύχτα ανάβω, κεριά και καλώ
τις παλιές μου φίλες, έρχονται, αργούν λίγο
μα πάντα έρχονται, αφήνουν τις σκούπες έξω
πριν φθάσουν στην ξύλινη βαριά πόρτα της βίλας
πίσω τους τρέχουν κουκουβάγιες και σαύρες, αράχνες και νυχτερίδες
κραυγάζουν τον ερχομό τους
και έρχονται μαζί μου, στο χορό της νύκτας
γιορτάζουμε, την λάμψη του φεγγαριού κατεβάζουμε
και κρόκοι αυγών, μαρτυρούν των εχθρών
τις επιθυμίες
λόγια και ξόρκια
ανέμων φτερά και νύκτας λαχτάρα
μαρτυρούν τα μελλούμενα
και ψάχνουμε υπόγεια και τάφους κρυφούς
να βρούμε ομοίους και σαν ποντικούς
να πιάσουμε δέκα, αρκούν αυτοί
στο παιχνίδι μας, να δώσουμε καινούρια ζωή...






Άυλο πλάσμα

Τον συνάντησα στο ποτάμι των νεκρών
πλησίασα κοντά του, μου μίλησε
πίσω από τα μαύρα μακριά μαλλιά του
και κάτω από το καμένο δέρμα του
ήμουν σίγουρη, ότι βρισκόταν κάτι άλλο
παρά τη θέληση του για κακό
κάθε λογής
τον άκουσα, πήγα πιο κοντά του
του έλειπε η σημασία, οι όμοιοι του
δεν είχαν χρόνο για επικοινωνία και συζητήσεις
του πρόσφερα, κάτι διαφορετικό
κοιτούσε εκστατικά τα ξανθά σγουρά μαλλιά μου
που έντυναν τα στήθια μου
και το λευκό μου δέρμα
στο πρόσωπο, δεν μπορούσε
η φωτεινότητα  που είχα
δεν του επέτρεπε για τα μάτια μου
σαν πέρασε ο σκουριασμένος χρόνος
άνοιξα τα φτερά μου, γιατί η ώρα της προσευχής έφθανε
και εκείνος, σκάλιζε με τα μεγάλα νύχια του, τα βράχια
να εξαφανιστεί για να συνεχίσει, το  βασανιστικό έργο του…






Χωρίς κάλεσμα

Σαν τράβηξε την κουρτίνα, ο βραδινός αέρας
αισθάνθηκα, ένα χάδι στους γυμνούς μου ώμους
το κερί, δίπλα στη φωτογραφία  του άντρα μου
σχημάτιζε κύκλους, από το πυκνό καπνό
καθώς έσβησε, βήματα αργά διστακτικά
ακούστηκαν στην ξύλινη σκάλα, έτριζαν
μαζί και η ψυχή μου
στο κρεβάτι βρέθηκε στάχτη
και ένα γράμμα με δύο κηλίδες αίμα
ύστερα σαν αισθάνθηκα
ένα άγγιγμα στο λαιμό μου
έκλεισε με δύναμη  το παράθυρο
τα μάτια  μου μαχαίρωσαν το γράμμα
ποιος ξέρει,τι νέα είχε
από τον Άδη
πως του συμπεριφερόντουσαν εκεί
υπήρχε αγάπη;
την ζητούσαν άραγε;
τους έλειπε;
κρύωνε ή πεινούσε;
ή τσιγάρα
φούμαρε…