Σαν πέσει το σκοτάδι
Ευδοκία Αναγνώστου
Τα σήμαντρα των εκκλησιών χτύπησαν πένθιμα
Οι χαρές στα βάθη του χωριού διακόπηκαν
Οι περιπλανώμενοι έμειναν μετέωροι , τα σώματά τους στήλες άλατος
Χιλιάδες πουλιά πέταξαν πάνω από τον γκρίζο ουρανό
Δέντρα ριζωμένα βαθιά στην γη , ακούνητα, στέρεα
Με ρίζες βαθιά χωμένες στην γη
Νύχια γαμψά από κοράκια , μόνη τους ευχαρίστηση να τρέφονται από τις σάρκες των ασεβών.
Το μελαγχολικό της πρόσωπο παρέμεινε ανέκφραστο
Κρυμμένο πίσω από τις επιβλητικές κουρτίνες
Αόρατο από τα άγνωστα μάτια που τόσο πάσχιζαν να παρεισφρήσουν στην ζωή της
Τα γαλανά της μάτια μετατράπηκαν στο χρώμα του γραφίτη
Τα δόντια της έγιναν πιο αιχμηρά
Ένα ουρλιαχτό σκέπασε την ηρεμία του σπιτιού
Χιλιάδες δαίμονες σκαρφάλωσαν στο καταραμένο της κορμί
Τους ένιωθε να τρυπάνε σαν βελόνες κάθε σημείο
Να εισχωρούν στο ήδη διαταραγμένο της μυαλό
Βλασφήμια βγήκε από τα ματωμένα της χείλη
Η σκέψη της λεπίδας επάνω στις φλέβες
Η εξορία από τον παράδεισο
Ένας ακόμα άγγελος αναγεννημένος από τις στάχτες
Ούρλιαξε ώσπου ο λαιμός της μάτωσε.
Μόνη της συντροφιά η απελπισία και μάρτυρας εκείνος
Ο άρχοντας του σκότους , ο παγερός δαίμονας της κόλασης
Όλα σιώπησαν.
Τα σήμαντρα σταμάτησαν να βαράνε
Οι περαστικοί συνέχισαν τον δρόμο τους
Κανείς δεν νοιάστηκε