"Μια κιθάρα ενός τροβαδούρου ξεχασμένου από παλιά,
που για πριγκίπισσες χλομές τραγούδαγε σε κάστρα νεκρά,
και ήταν οι ομίχλες στους κήπους τους παγωμένες και ασημιές
της καρδιάς πετράδια ψάχνανε των κυράδων οι άπληστες ψυχές,
και η φωνή του ράγιζε τις χορδές από μετάξι, τα άστρα μαγεμένα χόρευαν στων άσπλαχνων ανέμων το αγιάζι, γκρίζο και σκοτεινό
το χάος του ουρανού, μα τα μάτια του έλαμπαν στο φως του μελαγχολικού φεγγαριού. Μέσα από τα άδυτα του θολωμένου κόσμου μια νύμφη χορεύοντας ξαφνικά εμφανίστηκε εμπρός του, το χέρι του της έδωσε σαν από ξόρκι χτυπημένος, και την κιθάρα άφησε ο νέος αλλοπαρμένος. Και πάει καιρός που οι δύο τους χάθηκαν στη μακρινή τη Δύση, μέσα σε δάσος άγνωστο, μες την πυκνή ομίχλη."
Χρήστος Βασιλόπουλος